- αστρονόμος, ο
- αστρονόμος, ο, η αυτός που ασχολείται με τη μελέτη των άστρων: Οι αστρολόγοι είναι οι πρόδρομοι των αστρονόμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀστρονόμος — astronomer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρονόμος — ο, η (AM ἀστρονόμος) αυτός που ασχολείται με την αστρονομία αρχ. 1. ο αστρολόγος* 2. ο κατεξοχήν αστρονόμος, ο Πτολεμαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + νομος < νέμω] … Dictionary of Greek
Υψικλής — Αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου αι. μ.Χ., από την Αλεξάνδρεια. Έγραψε το έργο Περί πολυέδρων, που πολλοί το εντάσσουν στα Στοιχεία του Ευκλείδη … Dictionary of Greek
ἀστρονόμοι — ἀστρονόμος astronomer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμοις — ἀστρονόμος astronomer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμον — ἀστρονόμος astronomer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμου — ἀστρονόμος astronomer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμους — ἀστρονόμος astronomer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμων — ἀστρονόμος astronomer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρονόμῳ — ἀστρονόμος astronomer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)